ἐπιδέσμων — ἐπίδεσμον upper neut gen pl ἐπίδεσμος upper masc gen pl ἐπιδεσμεύω bind up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπιδεσμεύω bind up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAPISTRUM — quô boves capistrari soliti, Hebr. Gap desc: Hebrew vel Gap desc: Hebrew Graece φιμὸς vocatur. Hinc Deuteron. c. 25. v. 4. Bovem triturantem non capistrabis, Graece οὐ φιμώσεις, redditur ab Apostolo 1. Corinth. c. 9. v. 9. Nempe inhumanum omnino … Hofmann J. Lexicon universale
αποστειρωτής — ο συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποστείρωση του χειρουργικού υλικού, των επιδέσμων κ.λπ … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
δεσμολογία — η το τμήμα τής χειρουργικής το οποίο πραγματεύεται περί επιδέσμων … Dictionary of Greek
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
επίλυση — η (AM ἐπίλυσις) [επιλύω] 1. η εύρεση τής λύσης που πρέπει («η επίλυση τών προβλημάτων») 2. εξήγηση, διασάφηση αρχ. μσν. απαλλαγή από κάτι («Ποσειδᾱν, ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου», Αισχ.) μσν. είδος αυτοκρατορικού εγγράφου αρχ. 1. απαλλαγή από… … Dictionary of Greek
επιδεσμολογία — η η ειδίκευση στην κατασκευή και εφαρμογή τών επιδέσμων … Dictionary of Greek
επιδεσμοποιός — ο ο κατασκευαστής επιδέσμων … Dictionary of Greek
κατάληψη — Μία από τις διαδοχικές φάσεις αυξανόμενης σαφήνειας, στις οποίες διακρίνουν οι κλασικοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι τη διαδικασία της γνώσης. Οι άλλες δύο είναι η αίσθηση και η αντίληψη. Ο Λάιμπνιτς, δημιουργός του όρου κ., ο Καντ, ο Χέρμπαρτ, ο… … Dictionary of Greek